- φοινικοπεζα
- φοινικόπεζαφοινῑκό-πεζαadj. f с пурпурными ногами
(Δαμάτηρ Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Δαμάτηρ Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φοινικόπεζα — φοινῑκόπεζα , φοινικόπεζα ruddy footed fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικόπεζα — ἡ, Α (ως προσωνυμία τής θεάς Δήμητρος) αυτή που έχει πόδια πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πεζα (< πέζα «πόδι»), πρβλ. ἀργυρό πεζα, κυανό πεζα] … Dictionary of Greek
φοινικόπεζαν — φοινῑκόπεζαν , φοινικόπεζα ruddy footed fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)